- αγριοβλέπω
- αγριοείδα και σπν. αγριοκοίταξα, βλέπω κάποιον άγρια, αγριοκοιτάζω: Δεν έκανε τίποτε το παιδί που το αγριοβλέπεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριοβλέπω — αγριοκοιτάζω* … Dictionary of Greek
αγριοθωρώ — ( έω) (MN) αγριοβλέπω, αγριοκοιτάζω *. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγρια + θωρῶ] … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
αγριοκοιτάζω — και αγριοκοιτώ αγριοκοίταξα, κοιτάζω με άγριο βλέμμα, αγριοβλέπω: Τον αγριοκοίταξε, αλλά δεν του είπε τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)